κοινωνικῶς

κοινωνικῶς
κοινωνικός
held in common
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διάγραμμα — Όρος που χαρακτηρίζει έναν τρόπο παράστασης μιας πραγματικής συνάρτησης, μιας πραγματικής μεταβλητής. Η παράσταση αυτή γίνεται συνηθέστερα κατά γεωμετρικό τρόπο. Είναι γνωστά κυρίως το καρτεσιανό δ. και το πολικό δ. μιας συνάρτησης του είδους που …   Dictionary of Greek

  • κασέ — το άκλ. 1. η συνηθισμένη αμοιβή ενός καλλιτέχνη τού θεάματος 2. μτφ. κοινωνική αναγνώριση και άνοδος («ανέβηκε το κασέ του» αναγνωρίζεται, ανέρχεται κοινωνικώς) 3. (τυπογρ.) α) το σύνολο τών υλικών που χρησιμοποιούνται για να γίνει η σελιδοποίηση …   Dictionary of Greek

  • κοινωνικός — ή, ό (AM κοινωνικός, ή, όν) [κοινωνός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην κοινωνία («κοινωνικός βίος») 2. (για πρόσ.) αυτός που τού αρέσουν οι συναναστροφές με άλλους ανθρώπους, προσηνής, κοσμικός 3. αυτός που πρόθυμα προσφέρει… …   Dictionary of Greek

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • αισχρά πρόσωπα — (λατ. personae turpes).Έτσι ονομάζονταν στο βυζαντινό ρωμαϊκό δίκαιο τα πρόσωπα με μειωμένη κοινωνική υπόληψη. Για να χαρακτηριστεί κάποιος α.π. (έννοια ελαφρύτερη της ατιμίας) θα έπρεπε να είχε καταδικαστεί για κάποια αξιόποινη πράξη (κλοπή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”